- παραδείσιος
- -α, -ο1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον παράδεισο2. μτφ. αυτός που έχει τη λαμπρότητα και ευτυχία τού παραδείσου, θεσπέσιος, ονειρώδης («θάμπωνε η ματιά μου από μια λάμψη, γκαρδιακή και παραδείσια λάμψη», Κρυστ.)3. φρ. «παραδείσια πτηνά» ή, απλώς, «παραδείσια»ζωολ.γενική ονομασία τών 43 ειδών ωραιότατων στρουθιόμορφων πτηνών τής οικογένειας paradisaeidae, που απαντούν κυρίως στην Νέα Γουινέα και στα γύρω νησιά, δηλ. στις Μολούκες, και στη βόρεια Αυστραλία.[ΕΤΥΜΟΛ. < παράδεισος. Η λ. μαρτυρείται από το 1854 στον Στ. Σταθόπουλο].
Dictionary of Greek. 2013.